αναδιυλίζω

αναδιυλίζω
διυλίζω υγρό εκ νέου, ξαναλαμπικάρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + διυλίζω.
ΠΑΡ. αναδιύλιση, αναδιυλισμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδιυλισμός — ο η αναδιύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιυλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στις αγγελίες της εφημερίδας Ακρόπολις) …   Dictionary of Greek

  • αναδιύλιση — η [αναδιυλίζω] η εκ νέου ή συνεχής διύλιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”